αρραβώνιασμα

αρραβώνιασμα
το (και στον πληθ.)
η τέλεση του αρραβώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρραβώνιασμα — το, ατος η μνηστεία· στον πληθ., αρραβωνιάσματα, τα η τελετή της μνηστείας, οι αρραβώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μνήστευμα — μνήστευμα, τὸ (ΑΜ, Μ και μνήστευμα) [μνηστεύω] μνηστεία, αρραβώνιασμα («ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • μνήστρο(ν) — το (ΑΜ μνῆστρον) νεοελλ. 1. δαχτυλίδι που ανταλλάσσεται στον αρραβώνα 2. στον πληθ. τα μνήστρα τα δώρα, και ιδίως τα κοσμήματα που ανταλλάσσουν οι αρραβωνιασμένοι μσν. φρ. α) «ἔχω μνήστρα» είμαι μνηστευμένος β) «λαμβάνω μνῆστρον» μνηστεύομαι μσν …   Dictionary of Greek

  • λογόστεμα — το, ατος υπόσχεση γάμου, αρραβώνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μνηστεία — η 1. η αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβώνας, το αρραβώνιασμα: Μας κάλεσαν για τη μνηστεία της κόρης τους. 2. το διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς αρραβωνιασμένος: Ύστερα από έξι μήνες μνηστεία έγινε ο γάμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”